Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Το ελληνικό γάλα


30/11/2013

Tο γάλα που πωλείται ως φρέσκο στην Ελλάδα είναι ένα από τα ακριβότερα στην Ευρωπαϊκή Eνωση. Για την ακρίβεια, η μέση τιμή πώλησης «στο ράφι» ενός λίτρου παστεριωμένου γάλακτος στην Ελλάδα είναι 1,10 ευρώ, ενώ στη Ευρωπαϊκή Eνωση η μέση τιμή είναι 0,98 ευρώ το λίτρο. Ωστόσο, σε ορισμένες χώρες η τιμή πέφτει ακόμα πιο χαμηλά... Στη Γερμανία και στην Ολλανδία, για παράδειγμα, ένα λίτρο γάλα πωλείται 0,65 ευρώ, ενώ στην Ισπανία και στην Ιρλανδία 0,85 ευρώ.

Η «τιμή του γάλακτος» αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ βιομηχανιών, υπουργείου, παραγωγών και, βέβαια, καταναλωτών. Κι αυτό γιατί, ακόμα κι αν οι διαφορές φαίνονται αμελητέες, στην πραγματικότητα μια οικογένεια στην Ελλάδα που καταναλώνει ένα λίτρο γάλα την ημέρα χρειάζεται περίπου τριάντα ευρώ περισσότερα το μήνα από την αντίστοιχη γερμανική οικογένεια. Είναι λοιπόν ένα υπολογίσιμο ποσό.

Πώς διαμορφώνεται η τιμή του γάλακτος;

Κατ' αρχάς η τιμή που λαμβάνουν οι Eλληνες παραγωγοί -από τους οποίους οι βιομηχανίες προμηθεύονται σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους το γάλα που χρησιμοποιούν για την παρασκευή του «φρέσκου γάλακτος»- είναι υψηλότερη από αυτήν που κερδίζουν οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί τους. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Eνωσης, η μέση τιμή που έπαιρνε ο παραγωγός το 2003 στην Ελλάδα ήταν 36,02 ευρώ ανά εκατόλιτρο, ενώ στη Γαλλία για την ίδια ποσότητα ήταν 28,99 ευρώ, στη Γερμανία 28,13 ευρώ, στην Ιρλανδία 26,31 ευρώ, στο Βέλγιο 25,98 ευρώ και στην Αγγλία 24,70 ευρώ.

Ακόμα και έτσι, όμως... Ο παραγωγός πληρώνεται για ένα λίτρο γάλα 0,36 ευρώ. Παραμένει, λοιπόν, ένα μεγάλο ερώτημα πώς το ίδιο γάλα φτάνει να πωλείται πάνω από 1 ευρώ.

Σύμφωνα με τη βιομηχανία, οι συνθήκες παραγωγής του γάλακτος στην Ελλάδα επιβαρύνουν το κόστος, δεδομένου ότι το γάλα πρέπει να συλλεγεί από πολλές μικρές μονάδες, σε απομονωμένες περιοχές. «Για να γεμίσεις ένα βυτίο γάλα στην Ελλάδα διανύεις πολλαπλάσιες αποστάσεις σε σχέση με την Κεντρική Ευρώπη», τονίζει παράγοντας της αγοράς.

Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία που διαθέτει στην κατανάλωση φθηνό ή τουλάχιστον αισθητά φθηνότερο γάλα, αποτελεί την υπερδύναμη της Ευρωπαϊκής Eνωσης στην παραγωγή αγελαδινού γάλακτος, με παραγωγή περίπου 28.000 τόνους το χρόνο.

Τι κάνει νόστιμο το γάλα;

Η γεύση του γάλακτος εξαρτάται από το ποσοστό και το είδος τους λίπους που περιέχει, το οποίο με τη σειρά του εξαρτάται από πώς ζει η αγελάδα που το παράγει. Αν μια αγελάδα τρώει μονότονα το ίδιο σιτηρέσιο θα παράγει περισσότερο άνοστο γάλα από αυτή που μπορεί να «δοκιμάζει» αρωματικά χόρτα. Επίσης, ρόλο στη γεύση του γάλακτος παίζει και ο τρόπος παστερίωσης. Η επεξεργασία σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες αλλοιώνει τη δομή των πρωτεϊνών του γάλακτος και κατά συνέπεια και τη γεύση του.

Τα εμπλουτισμένα και τα light

Το γάλα αποτελεί σημαντικό στοιχείο της διατροφής μας, αρκεί να σκεφτούμε ότι αυτό που «βάζουμε στις κούπες μας» είναι το γεύμα των νεογνών των αγελάδων. Περιέχει, λοιπόν, όλα τα απαραίτητα για την ανάπτυξή τους και την ανάπτυξή μας στοιχεία: πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ασβέστιο, φώσφορο και μαγνήσιο και βιταμίνες. Εξαιρετικά σημαντική για τις γυναίκες είναι η πρόσληψη του γάλακτος από τα 15 έως τα 25 χρόνια τους, ηλικία που αποκτούν τη μέγιστη οστική πυκνότητα.

Το light γάλα, σύμφωνα με τον παθολόγο - διατροφολόγο κ. Γιώργο Πανοτόπουλο, προσφέρει περίπου τα ίδια θρεπτικά συσταστικά με λιγότερες θερμίδες, γεγονός που βοηθάει, αφού σήμερα, συνήθως, η διατροφή μας περιέχει πολλά λιπαρά.

«Δεν ωφελεί, ωστόσο, να προτιμούμε το εντελώς άπαχο γάλα, δεδομένου ότι «γλιτώνουμε» σχετικά λίγες θερμίδες, ενώ χάνουμε τα λιποδιαλυτά συστατικά του γάλακτος όπως η βιταμίνη D».

Όσο για το εμπλουτισμένο γάλα, ο κ. Πανοτόπουλος τονίζει ότι πρόκειται βασικά για... μόδα, αλλά και ένας τρόπος να πωλείται ακριβότερα το προϊόν. Όπως εξηγεί, εφ' όσον το διαιτολόγιό μας είναι ισορροπημένο, στην ουσία πρόκειται για άχρηστα προϊόντα. Στην αντίθετη περίπτωση, και εφόσον δεν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι, είναι προτιμότερο να βελτιώσουμε τη διατροφή μας. «Δεν υπάρχουν έρευνες που να αποδεικνύουν την αναγκαιότητα ή ακόμα και τη θετική επίδραση αυτών των προϊόντων στον οργανισμό μας», προσθέτει. Η λογική «όσο πιο πολύ, τόσο πιο καλά» δεν ισχύει στη διατροφή μας καθώς κάποια συστατικά που μπορεί σε μια συγκεκριμένη αναλογία να είναι θετικά, σε μεγάλη δόση είναι πιθανό να δημιουργήσουν προβλήματα ή στην καλύτερη περίπτωση, δεν μπορούν να απορροφηθούν από τον οργανισμό, οπότε είναι άχρηστα. Ο γιατρός μπορεί να τα συστήσει σε συγκεκριμένα άτομα εάν κρίνει ότι τους είναι χρήσιμα.


Τι μεσολαβεί από την αγελάδα μέχρι το ποτήρι μας;

Το γάλα αποτελεί μοναδική τροφή για τα νεογνά κάθε είδους, τους ανθρώπους αλλά και τους μικροοργανισμούς. Γι' αυτό και είναι ένα προϊόν που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.

«Γάλα» απλώς, ονομάζεται το αγελαδινό γάλα, ενώ οποιοδήποτε άλλο πρέπει να χαρακτηρίζεται με τους όρους «κατσίκας», «προβάτου» κ.λπ.

Η φράση «ομογενοποιημένο» που αναγράφεται συχνά στις συσκευασίες του γάλακτος σημαίνει ότι έχει υποστεί επεξεργασία ώστε το λίπος του να διαχέεται σε όλη τη μάζα του και, άρα, να είναι περισσότερο εύπεπτο.

Οι βιομηχανίες προκειμένου να επιμηκύνουν τη διάρκεια ζωής του το παστεριώνουν (το θερμαίνουν δηλαδή στους 72 βαθμούς για 15 δευτερόλεπτα), οπότε προκύπτει το φρέσκο παστεριωμένο γάλα και ή το αποστειρώνουν (το θερμαίνουν στους 135 βαθμούς για 1 δευτερόλεπτο), οπότε προκύπτει το γάλα UHT.

Υψηλής παστερίωσης είναι το γάλα που έχει υποστεί θερμική επεξεργασία στους 125 βαθμούς για τουλάχιστον δύο δευτερόλεπτα. Οι θερμικές αυτές επεξεργασίες ασφαλώς επιδρούν στη σύσταση του γάλακτος, ειδικά στις περισσότερο ευαίσθητες βιταμίνες όπως η θειαμίνη, το φολικό οξύ, η Β6 ή Β12 και η C.

Το γάλα που μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα προσφέρει μεγαλύτερη ευκολία και λιγότερα θρεπτικά συστατικά. Οι «επινοήσεις» της βιομηχανίας εξυπηρετούν λοιπόν τα δικά της συμφέροντα, αλλά και τις απαιτήσεις των καταναλωτών που αναζητούν τις εύκολες λύσεις.

Η «έκπτωση» των θρεπτικών συστατικών του γάλακτος λόγω της θερμικής επεξεργασίας που εξασφαλίζει μεγάλη διάρκεια ζωής είναι και ο λόγος που προτιμάται το «φρέσκο», όρος που χρησιμοποιείται καταχρηστικά εφ' όσον στην ουσία πρόκειται για γάλα που έχει αρμεχθεί τουλάχιστον δύο μέρες πριν φτάσει στο ράφι.

Ο «πόλεμος» των πέντε ημερών

Το «φρέσκο» γάλα μπορεί να έχει μεγαλύτερη διάρκεια ζωής; Μπορεί, λένε οι επιστήμονες. Το ελληνικό γάλα πλέον δεν έχει τόσους μικροοργανισμούς όσο παλαιότερα λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται στις φάρμες και εφόσον οι συνθήκες υγιεινής είναι καλές, η διάρκεια ζωής του παστεριωμένου που τώρα περιορίζεται στις πέντε ημέρες μπορεί να επιμηκυνθεί. Κάποιοι -από τις βιομηχανίες συσκευασίας- λένε ναι και κάποιοι λένε όχι.

Είναι σαφές ότι αν ο χρόνος «ζωής» του παστεριωμένου γάλακτος φτάσει τις 10 ημέρες, τότε θα ανοίξει η αγορά και για τα εισαγόμενα γάλατα, τα οποία πωλούνται σε φθηνότερη τιμή, οπότε και θα '

ωφεληθεί ο καταναλωτής. Βέβαια, πόσο «φρέσκο» θα είναι τελικά αυτό το γάλα των 10 ημερών, είναι μια διαφορετική συζήτηση. Είναι σαφές φυσικά ότι το άνοιγμα της αγοράς θα πλήξει κυρίως τους Eλληνες παραγωγούς, οι οποίοι θα πρέπει να ανταγωνιστούν τους Ευρωπαίους -ή και άλλους- συναδέλφους τους.

Και οι νέες όμως εταιρείες που θα έρθουν από το εξωτερικό, θα απευθύνονται στον ίδιο καταναλωτή αυτόν που προτιμά ελληνικό γάλα και ο οποίος συμβάλλει, μέσα από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, στην αύξηση της τιμής του.

Πόσο «ελληνικό» είναι το ελληνικό γάλα;

Το κατά πόσο το γάλα εντός της συσκευασίας προέρχεται από ελληνικές φάρμες είναι ένα άλλο θέμα. Oπως επισημαίνει ο ομότιμος καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητής γαλακτοκομίας κ. Καλατζόπουλος, «δεν υπάρχει δημόσια αρχή, η οποία να καταγράφει τις ποσότητες που εισάγονται ή μετακινούνται εντός Ευρωπαϊκής Eνωσης ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η αλήθεια των ισχυρισμών περί ελληνικού γάλακτος. Σύμφωνα, πάντως, με τη νομοθεσία η δήλωση του τόπου παρασκευής του τελικού προϊόντος -επιγραφή πάνω στη συσκευασία «ελληνικό προϊόν»-, αφορά τον τόπο εγκατάστασης της μονάδας που κάνει τη συσκευασία και όχι την εντοπιότητα του περιεχομένου. Σύμφωνα πάντως με τους αρμοδίους κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την ελληνικότητα του παστεριωμένου γάλακτος, αλλά και κανείς δεν μπορεί να αποδείξει το αντίθετο καταρρίπτοντας τους ισχυρισμούς των εταιρειών που εισάγουν γάλα, το οποίο ωστόσο, σύμφωνα με όσα δηλώνουν οι γαλακτοβιομηχανίες, χρησιμοποιούν στην παρασκευή γιαουρτιού, παγωτού και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων.

Γιαούρτι «ζωντανό» ή γιαούρτι «πεθαμένο»;

Ποιος θα προτιμούσε το δεύτερο; Ασφαλώς κανείς και εκείνοι που χρησιμοποίησαν τον χαρακτηρισμό «ζωντανό» το γνωρίζουν. Το γιαούρτι είναι κανονικά ζωντανό, δεδομένου ότι περιέχει τους μικροοργανισμούς που προκάλεσαν τη ζύμωση και το μετέτρεψαν σε γιαούρτι. Ωστόσο, οι καταναλωτές δεν αγαπούσαν την όξινη γεύση του γιαουρτιού, με αποτέλεσμα οι βιομηχανίες να αναπτύξουν τεχνολογίες που κάνουν το γιαούρτι λιγότερο ξινό, περισσότερο βελούδινο και με λιγότερους μικροοργανισμούς. Σύμφωνα με τους ειδικούς, το γεγονός αυτό δεν μειώνει τη διατροφική αξία του γιαουρτιού, αλλά τη θετική επίδρασή του στο πεπτικό σύστημα και τη λειτουργία του παχέος εντέρου. Ανάλογα με την περιεκτικότητα του γιαουρτιού σε μικροοργανισμούς το γιαούρτι μπορεί να έχει αντιμικροβιακή δράση και να βοηθήσει στην ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος.

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, μια σειρά προϊόντων που περιέχουν χυμό ή κομμάτια φρούτων, γλυκαντικές ουσίες και έχουν ως βασικό συστατικό το γιαούρτι, ονομάζονται «επιδόρπια γιαουρτιού». Στην κατηγορία του επιδορπίου ανήκει και το γιαούρτι που παρασκευάζεται με την αφαίρεση των ζωικών λιπαρών και στη συνέχεια την πρόσθεση φυτικών λιπαρών που παρασκευάζεται κυρίως για επαγγελματική χρήση. Με αυτό τον χαρακτηρισμό διαφωνεί κάθετα η βιομηχανία, καθώς όλα αυτά τα προϊόντα σε όλες τις άλλες χώρες της Ε.Ε. ονομάζονται «γιαούρτι».


ΕΛΕΝΗ ΑΛΕΥΡΙΤΟΥ (πρόεδρος EKΠOIZΩ)

«O καταναλωτής ζητάει κατ' αρχήν να ξέρει τι αγοράζει, εάν αυτό που διαβάζει στην ετικέτα του γάλακτος ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή όχι», λέει στο OIKO η κ. Eλένη Γουλιέλμου, πρόεδρος της Eνωσης Kαταναλωτών για την Ποιότητα Zωής (EKΠOIZΩ). «Δυστυχώς, όμως, δεν έχουμε τις δυνατότητες που έχουν οι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές για να γνωρίζουμε την αλήθεια», συμπληρώνει. Xρήσιμο βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση θα είναι η εφαρμογή της ιχνηλασιμότητας, όπως ορίζει και η νομοθεσία της E.E. Iχνηλασιμότητα σημαίνει το να γνωρίζει ο καταναλωτής την πορεία όλων των συστατικών μέχρι το τελικό προϊόν. Δηλαδή, από ποιες αγελάδες προέρχεται το γάλα, με τι ακριβώς τράφηκαν, εάν υπήρχαν μεταλλαγμένα στην τροφή τους, κ.λπ.

Pωτήσαμε την κ. Γουλιέλμου αν οι καταναλωτές προτιμούν ελληνικό γάλα και γαλακτομικά προϊόντα. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρώτη προτίμηση των καταναλωτών είναι τα τοπικά ή τα εθνικά προϊόντα. Oι Eλληνες καταναλωτές προτιμούν τα ντόπια ή έστω τα ελληνικά γαλακτοκομικά. Δεν πρόκειται όμως για ελληνική ιδιομορφία. Σε όλη την Eυρώπη παρατηρείται. Oι λόγοι είναι πολλοί. Δεν εξηγείται απλά. Σίγουρα υπάρχει η αίσθηση ότι ενισχύουν την εθνική οικονομία. Yπάρχει η τάση επανασύνδεσης με τον γενέθλιο τόπο και μέσω της τροφής. Πιστεύω όμως ότι υπάρχουν και βιολογικοί λόγοι. O καθένας προτιμάει τις γεύσεις που συνήθισε από παιδί».
Γ.Ελαφρός.

Τι είναι το βιολογικό γάλα;

Είναι το γάλα που παράγεται από την βιολογική εκτροφή αγελάδων και αιγοπροβάτων, αφού παρέλθει ένα διάστημα 6 μηνών βιολογικής εκτροφής των ζώων, για να μπορέσει να πιστοποιηθεί ως βιολογικό.
του ΗΛΙΑ ΚΑΝΤΑΡΟΥ

Σε τι διαφέρει η βιολογική εκτροφή των ζώων από την αντίστοιχη συμβατική;

Οι διαφορές είναι αρκετές. Οι πιο σημαντικές είναι:

1. Τα ζώα εκτρέφονται με βιολογικά παραγόμενες ζωοτροφές, απαλλαγμένες από πιθανά υπολείμματα φυτοφαρμάκων και γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς.
2. Στην βιολογική εκτροφή, τόσο οι χώροι σταβλισμού όσο και οι προαύλιοι χώροι για την άσκηση των ζώων είναι μεγαλύτεροι, έτσι ώστε τα ζώα να διαβιώνουν σε φυσικές συνθήκες.
3. Η πρόσβαση των ζώων σε βοσκότοπους στην βιολογική κτηνοτροφία είναι υποχρεωτική, πράγμα που δεν απαιτείται στη συμβατική.
4. Απαγορεύονται οι προληπτικές κτηνιατρικές αγωγές. Στις περιπτώσεις, δε, που απαιτηθεί να γίνει χρήση κάποιου κτηνιατρικού φαρμάκου, ο χρόνος αναμονής είναι διπλάσιος από αυτόν που ορίζει η σχετική Νομοθεσία για την συμβατική κτηνοτροφία.

Πώς συντηρείται;

Με τις ίδιες μεθόδους που ακολουθούνται και για τη συντήρηση του συμβατικού. Μπορούμε να βρούμε βιολογικό γάλα φρέσκο, μακράς διάρκειας, εβαπορέ, σε σκόνη, κ.λπ.

Γιατί είναι ακριβότερο από το συμβατικό;

Το κόστος των βιολογικών ζωοτροφών, -που μπορεί να φθάσει και στο διπλάσιο των συμβατικών- είναι ο κυριότερος παράγοντας που επηρεάζει την τιμή του. Επίσης, στην υψηλότερη τιμή συντελεί και η εκτατική μορφή εκτροφής που εφαρμόζεται στην βιολογική κτηνοτροφία, που ως αποτέλεσμα
έχει την μειωμένη παραγωγή γάλακτος.


Σε τι διαφέρει το βιολογικό γάλα από το συμβατικό;

Κατ' αρχάς, λόγω της βιολογικής διατροφής των ζώων που το παράγουν, είναι απαλλαγμένο από τα πιθανά υπολείμματα φυτοφαρμάκων (κυρίως λιποδιαλυτών) που μπορούν να περάσουν σε αυτό, μέσω των ζωοτροφών.

Επίσης, είναι απαλλαγμένο και από τα πιθανά υπολείμματα των κτηνιατρικών φαρμάκων, λόγω του διπλάσιου χρόνου αναμονής που εφαρμόζεται στην βιολογική κτηνοτροφία, όταν απαιτηθεί η χρήση αυτών των σκευασμάτων.

Τέλος, υπάρχουν μελέτες από πανεπιστήμια του εξωτερικού που αποδεικνύουν ότι και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του βιολογικού γάλακτος είναι ανώτερα από αυτά του αντίστοιχου του συμβατικού. Για παράδειγμα, σε έρευνα που παρουσιάστηκε στο Newcastle από την Soil Association -την παλαιότερη ένωση βιοκαλλιεργητών της Ευρώπης- αποδείχθηκε ότι στο βιολογικό γάλα, τα όρια της βιταμίνης Ε, των λιπαρών οξέων Ω3 και των αντιοξειδωτικών ουσιών είναι πιο υψηλά σε σχέση με το συμβατικό.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από το δανέζικο Αγροτικό Ινστιτούτο Eρευνας που συμμετέχει στην ερευνητική ομάδα του Quality Low Input Food (QLIF) του Newcastle.

Με βάση τα πειράματα που πραγματοποιήθηκαν σε αγελάδες βιολογικής εκτροφής και σε αγελάδες συμβατικής εκτροφής, αποδείχθηκε ότι το βιολογικό γάλα περιέχει 50% περισσότερη βιταμίνη Ε και 75% περισσότερη β-καροτίνη (που στον οργανισμό μας μετατρέπεται σε βιταμίνη Α).

Η ποσότητα των αντιοξειδωτικών ενώσεων (λουτεΐνη και ζεαξανθίνη) ήταν δύο με τρεις φορές μεγαλύτερη στο βιολογικό γάλα από τα αντίστοιχο συμβατικό.

Επίσης, τα βασικά λιπαρά οξέα Ω3 στο βιολογικό γάλα ήταν σε πολύ μεγαλύτερες συγκεντρώσεις απ' ό,τι στο συμβατικό. Eνα λίτρο βιολογικό γάλα μας δίνει το 17,5% της ημερήσιας ανάγκης σε βιταμίνη Ε για τις γυναίκες και το 14% για τους άνδρες.

Η ποσότητα β-καροτίνης στο βιολογικό γάλα ήταν η ίδια με μία μερίδα χορταρικών.

 Τα 35 βιολογικά γάλατα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου