Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Wolf: Χωρίς το «μαστίγιο» της κρίσης, δεν θα γίνουν μεταρρυθμίσεις


15/12/2014

Του Martin Wolf

Στην Γερμανία εναποτίθεται το μέλλον της πολιτικά και οικονομικά ευαίσθητης Ευρώπης. Πρέπει να διευρύνει τους ορίζοντες, να στηρίξει την ζήτηση και να πάρει απόφαση την αναδιοργάνωση χρέους, ξεκινώντας από την Ελλάδα.

Το 2014 τιμήσαμε την 100η επέτειο από την έναρξη του α΄ παγκοσμίου πολέμου και την 25η επέτειο από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Ο πρώτος πόλεμος κατέληξε στην ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή του β΄ παγκοσμίου πολέμου, τον οποίο ακολούθησε η διχοτόμηση της Ευρώπης σε δυτικό και ανατολικό μπλοκ. Η πτώση του Τείχους σηματοδότησε την λήξη της διχοτόμησης και την αναγέννηση μιας Ευρώπης ενιαίας και ελεύθερης. Σήμερα, βλέπουμε την μεγαλύτερη ειρωνεία της Ιστορίας: Η Γερμανία κέρδισε με ειρηνικά μέσα, την θέση που επιζητούσε με την δύναμη των όπλων. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία είναι η κεντρική δύναμη της Ευρώπης.

Κάποιοι γεννιούνται τρανοί, κάποιοι γίνονται τρανοί σε κάποιους ανατίθεται να είναι τρανοί. Η Γερμανία σήμερα βιώνει το τελευταίο, σε όλο του το μεγαλείο. Πώς αντιμετωπίζει όμως αυτή την κατάσταση; Κάπως καλά, αλλά όχι αρκετά καλά.

Η κυριαρχία της Γερμανίας είναι θέμα όχι μόνο του μεγέθους της, αλλά και της γεωγραφικής της θέσης. Δεν είναι επίσης θέμα μόνο της μηχανολογικής της υπεροχής. Είναι αξιοσημείωτο ότι, από τις μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης, η Γερμανία διαθέτει κατά κοινή ομολογία την πιο σταθερή και ώριμη δημοκρατία. Είναι απαλλαγμένη από τον ξενοφοβικό λαϊκισμό που πλήττει άλλους. Στο πρόσωπο της Angela Merkel, απεικονίζεται ένας ηγέτης με σπάνια ωριμότητα και υπευθυνότητα.

Παρά τους θριάμβους αυτούς, δεν είναι όλα τέλεια. Η οικονομία της ευρωζώνης πλήττεται από την στασιμότητα και τον πολύ χαμηλό πληθωρισμό. Κι όμως, πολλοί Γερμανοί ρυθμιστές αντιστέκονται στις προσπάθειες να γίνει αλλαγή προς το καλύτερο. Ως εκ τούτου, για πάρα πολλούς ανθρώπους, το περίφημο ευρωπαϊκό έργο δεν εκπροσωπεί την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, αλλά ακριβώς το αντίθετο.

Παράλληλα, εξ Ανατολών, ο ρωσικός ρεβανσιονισμός έχει αποσταθεροποιήσει την ευάλωτη Ουκρανία και απειλεί να αποσταθεροποιήσει ακόμη περισσότερες χώρες της πρώην αυτοκρατορίας της. Και σε αυτή την περίπτωση, όπως με την οικονομία, η κατάσταση αυτή συνιστά πρόκληση για τα ανακλαστικά της μεταπολεμικής Γερμανία. Θέλει να αποφύγει την πιο επιθετική στρατηγική, αλλά δεν μπορεί να το κάνει πλέον.

Είναι κατανοητές οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Γερμανία στην προσπάθεια να παίξει τους ρόλους της. Η Γερμανία δεν ζήτησε το ευρώ. Αντιθέτως, το ευρώ ήταν το τίμημα που οι άλλοι, ελαφρά τη καρδία, ζήτησαν από την Γερμανία να πληρώσει για την ενοποίηση. Οι Γερμανοί ρυθμιστές κατανοούσαν τις πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις της νομισματικής ένωσης. Οι περισσότεροι από τους άλλους, δεν τις κατανοούσαν. Πέρα από αυτό, η Γερμανία έχει μια ακόμη παραπάνω δυσκολία: Τα οικονομικά δόγματα που υποστήριξαν την μεταπολεμική της επιτυχία, δεν μπορούν να μεταφερθούν αυτούσια στην μεγαλύτερη και πιο διασπαρμένη οικονομία της ευρωζώνης.

Θα πρέπει να συμβιβαστεί με καταστάσεις που οι περισσότεροι Γερμανοί θεωρούν αποτυχημένες.

Τα οικονομικά δόγματα που αποτελούν το επίκεντρο της καθιερωμένης άποψης της Γερμανίας, αφορούν μια μικρή ανοιχτή οικονομία. Το ίδιο ισχύει για τα γεωπολιτικά της. Η ευθύνη της εξασφάλισης της παγκόσμιας τάξης επαφιόταν σε άλλους: πάνω απ' όλα στις ΗΠΑ και, στην Ευρώπη, στην Γαλλία και την Βρετανία. Και στις δύο περιπτώσεις, το πρίσμα της «μικρής χώρας» ήταν μια φυσική, επιβεβλημένη στην πραγματικότητα, αντίδραση στις καταστροφές που ακολούθησαν τις προηγούμενες προσπάθειες της Γερμανίας να «γίνει τρανή.» Αυτό το πρίσμα δεν ισχύει όμως πλέον. Έχει αφήσει ένα κενό που μόνο η Γερμανία μπορεί να καλύψει.

Για την ευρωζώνη, το σημείο εκκίνησης πρέπει να είναι η αντιμετώπιση της οικονομίας της ευρωζώνης ως σύνολο.

Και εκεί βλέπουμε έναν πληθωρισμό μόλις 0,7%. Στο β΄ τρίμηνο του 2014, η ονομαστική εγχώρια ζήτηση ήταν 1,7% υψηλότερη από το προ της κρίσης ζενίθ και η πραγματική ζήτηση 5% χαμηλότερη. Η ανεργία αντιστοιχεί στο 11,5% του εργατικού δυναμικού. Τι δείχνει αυτό; Με δυο λόγια, ότι η ΕΚΤ δεν ανταποκρίνεται στις αρμοδιότητές της.Σε πρόσφατη ομιλία του, ο Jens Weidmann, διοικητής της Bundesbank, αντέδρασε σε αυτές τις αιτιάσεις ισχυριζόμενος ότι «είναι περίεργη η άποψη ότι τα νομισματικά εργαλεία έχουν την δυνατότητα να ανεβάσουν επαρκώς τα περιθώρια ανάπτυξης μιας οικονομίας.» Έχει δίκιο. Όμως τα νομισματικά εργαλεία πρέπει να διασφαλίζουν ότι θα χρησιμοποιηθούν όλα τα δυνατά μέσα. Οπωσδήποτε, αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο σε μια κοινότητα με ενιαίο νόμισμα αλλά τεράστιες αποκλίσεις σε εσωτερική ανταγωνιστικότητα.

Και έτσι φτάνουμε σε άλλο σημείο: η μάχη για την ανταγωνιστικότητα εντός της ευρωζώνης μέσω της μείωσης μισθών, δεν είναι ο δρόμος για ευρεία ευμάρεια. Αντίθετα, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα

Αν η Γερμανία θέλει να γίνει ένας επιτυχής ηγεμόνας, πρέπει να διευρύνει τους ορίζοντές της. Πρέπει να αναγνωρίσει ότι η εγχώρια ζήτηση έχει σημασία.

Μια άποψη με ευρεία αποδοχή στην Γερμανία είναι ότι, χωρίς το «μαστίγιο» της κρίσης, δεν θα γίνουν μεταρρυθμίσεις. Υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτό. Υπάρχει όμως και μια άλλη αλήθεια: οι χώρες που έχουν πρόβλημα μπορεί να εκλέξουν κυβερνήσεις οι οποίες θα απορρίψουν εξ ολοκλήρου την λογική στρατηγική οδό. Κι αυτό θα φέρει ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή στο μέλλον της Ευρώπης.

Τι πρέπει να γίνει δηλαδή; Αυτό σημαίνει ότι, όπως ακριβώς η Γερμανία είχε δίκιο να στηρίξει την προσπάθεια του Mario Draghi να αποκρούσει το ρίσκο διάλυσης το 2012, έτσι πρέπει και να στηρίξει την προσπάθεια του διοικητή της ΕΚΤ να τονώσει την ζήτηση και να αποφύγει τον αποπληθωρισμό, σήμερα.

Σημαίνει επίσης ότι, ως πιστώτρια χώρα, πρέπει να αποδεχθεί την ευθύνη για το τι χρηματοδοτεί και πώς το χρηματοδοτεί.

Η αναδιοργάνωση χρέους πρέπει να τεθεί πλέον στο τραπέζι, ξεκινώντας από την Ελλάδα
. Αναλόγως και η Ιρλανδία θα πρέπει να απαλλαγεί από το τεράστιο βάρος της «διάσωσης» των ανόητων ξένων πιστωτών των τραπεζών της. Επιπλέον, σημαίνει ότι η Γερμανία πρέπει να αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης της στην μακροοικονομική προσαρμογή μετά την κρίση.

Το ερώτημα για τον σοφό ηγεμόνα είναι: Με ποια συμπεριφορά θα εξασφαλίσω την σταθερότητα και την επιτυχία ενός συστήματος από το οποίο και εγώ επωφελούμαι και για το οποίο έχω σε μεγάλο βαθμό την ευθύνη;

Το ερώτημα αυτό τίθεται τόσο στα γεωπολιτικά όσο και στην οικονομία. Στους ώμους της Γερμανίας, με τους συμμάχους της βεβαίως, πέφτει το βάρος του σχεδιασμού της αντίδρασης στην Ρωσία του Vladimir Putin, που θα συνδυάζει το καρότο των αμοιβαίων πλεονεκτημάτων με το μαστίγιο της αναχαίτισης. Για να γίνει αυτό θα πρέπει η Γερμανία να λάβει επιθετική θέση στην προάσπιση των δυτικών αξιών.

Η Γερμανία είναι απρόθυμος ηγεμόνας. Είναι φανερό αυτό. Αλλά είναι πολύ ισχυρή και πολύ κεντρική για να αποφύγει το νέο πεπρωμένο της. Επάνω της εναποτίθεται το μέλλον της πολιτικά και οικονομικά ευαίσθητης Ευρώπης.

Η Γερμανία είναι πλέον μια μεγάλη χώρα με μεγάλες υποχρεώσεις. Θα κριθεί από το πώς θα αντεπεξέλθει σε αυτές.

Πηγή

Η πρωτότυπη δημοσίευση εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου