Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Η ''ολλανδική ασθένεια''


11/7/2015

Η ''ολλανδική ασθένεια'' είναι ο αρνητικός αντίκτυπος στην οικονομία που έχει οτιδήποτε οδηγεί σε μια απότομη εισροή ξένου συναλλάγματος, όπως η ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου. Οι εισροές συναλλάγματος οδηγούν σε ανατίμηση του νομίσματος, καθιστώντας τα προϊόντα της χώρας λιγότερο ανταγωνιστικά και μειώνονται οι εξαγωγές. Επίσης, οδηγεί σε αύξηση των εισαγωγών και μπορεί να οδηγήσει σε αποβιομηχανοποίηση καθώς οι βιομηχανίες, εκτός από την εκμετάλλευση των πόρων, μετακομίζουν σε περιοχές με φθηνότερο εργατικό κόστος.

Η προέλευση της φράσης είναι η ολλανδική οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1960, μετά την ανακάλυψη φυσικού αερίου στη Βόρεια Θάλασσα

Στα οικονομικά, η ολλανδική ασθένεια είναι η προφανής σχέση μεταξύ της αύξησης στην οικονομική ανάπτυξη των φυσικών πόρων και τη μείωση του μεταποιητικού τομέα (ή γεωργία). Ο μηχανισμός είναι ότι η αύξηση των εσόδων από τους φυσικούς πόρους (ή εισροές ξένης βοήθειας) καθιστούν το νόμισμα μιας δεδομένης χώρας ισχυρότερο (εκτιμούν) σε σύγκριση με εκείνο των άλλων εθνών (έκδηλο σε μια συναλλαγματική ισοτιμία), με αποτέλεσμα οι εξαγωγές της χώρας είναι όλο και πιο ακριβές και οι εισαγωγές γίνονται φθηνότερες, καθιστώντας τον κλάδο της μεταποίησης λιγότερο ανταγωνιστικό. Αν και πιο συχνά αναφέρεται στην ανακάλυψη των φυσικών πόρων, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε «οποιαδήποτε εξέλιξη που οδηγεί σε μια μεγάλη εισροή ξένου νομίσματος, συμπεριλαμβανομένης μιας απότομης αύξησης των τιμών των φυσικών πόρων, την ξένη βοήθεια και τις άμεσες ξένες επενδύσεις".

Ο όρος επινοήθηκε το 1977 από τον Economist για να περιγράψει την πτώση του μεταποιητικού τομέα στις Κάτω Χώρες μετά την ανακάλυψη του φυσικού αερίου το 1959.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου